προνοητικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προνοητικότητα | οι | προνοητικότητες |
| γενική | της | προνοητικότητας | των | προνοητικοτήτων |
| αιτιατική | την | προνοητικότητα | τις | προνοητικότητες |
| κλητική | προνοητικότητα | προνοητικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προνοητικότητα < προνοητικ(ός) + -ότητα
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.no.i.tiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐νο‐η‐τι‐κό‐τη‐τα
Μεταφράσεις
προνοητικότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.