προνοιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προνοιακός η προνοιακή το προνοιακό
      γενική του προνοιακού της προνοιακής του προνοιακού
    αιτιατική τον προνοιακό την προνοιακή το προνοιακό
     κλητική προνοιακέ προνοιακή προνοιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προνοιακοί οι προνοιακές τα προνοιακά
      γενική των προνοιακών των προνοιακών των προνοιακών
    αιτιατική τους προνοιακούς τις προνοιακές τα προνοιακά
     κλητική προνοιακοί προνοιακές προνοιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προνοιακός < πρόνοια + -ακός

Επίθετο

προνοιακός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με την πρόνοια ή αναφέρεται σ’ αυτή
    Τα 70 είδη προνοιακών επιδομάτων είναι δύσκολο να ελεγχθούν, καθώς πληρώνονται από τους δήμους της χώρας στους δικαιούχους, υπό την εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Πρόνοιας του υπουργείου Εργασίας. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.