προκατακλυσμιαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προκατακλυσμιαίος | η | προκατακλυσμιαία | το | προκατακλυσμιαίο |
| γενική | του | προκατακλυσμιαίου | της | προκατακλυσμιαίας | του | προκατακλυσμιαίου |
| αιτιατική | τον | προκατακλυσμιαίο | την | προκατακλυσμιαία | το | προκατακλυσμιαίο |
| κλητική | προκατακλυσμιαίε | προκατακλυσμιαία | προκατακλυσμιαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προκατακλυσμιαίοι | οι | προκατακλυσμιαίες | τα | προκατακλυσμιαία |
| γενική | των | προκατακλυσμιαίων | των | προκατακλυσμιαίων | των | προκατακλυσμιαίων |
| αιτιατική | τους | προκατακλυσμιαίους | τις | προκατακλυσμιαίες | τα | προκατακλυσμιαία |
| κλητική | προκατακλυσμιαίοι | προκατακλυσμιαίες | προκατακλυσμιαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προκατακλυσμιαίος < προ- + κατακλυσμ(ος) + -ιαίος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antédiluvien[1]
Επίθετο
προκατακλυσμιαίος, -α, -ο
- που αφορά ή σχετίζεται με την εποχή πριν τον βιβλικό Κατακλυσμό του Νώε
- (κοροϊδευτικά) παμπάλαιος, απαρχαιωμένος
- ※ —[...]και δεν θα παραθεχτώ ποτέ να εφαρμόσω, εγώ, τις προκατακλυσμιαίες θεωρίες του βιομηχανικού εμπειρισμού.
- Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938-1941
- ※ —[...]και δεν θα παραθεχτώ ποτέ να εφαρμόσω, εγώ, τις προκατακλυσμιαίες θεωρίες του βιομηχανικού εμπειρισμού.
Συνώνυμα
- προκατακλυσμικός
Συγγενικά
- προκατακλυσμιαία (επίρρημα)
Αναφορές
- προκατακλυσμιαίος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.