προικοδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προικοδοτώ < μεσαιωνική ελληνική προικοδοτέω[1] / προικοδοτῶ < ελληνιστική κοινή προικοδότης[2] < αρχαία ελληνική προῖκα (< αιτιατική ενικού του προίξ) + δίδωμι
Ρήμα
προικοδοτώ (παθητική φωνή: προικοδοτούμαι)
Συγγενικά
- προικοδοσία
- προικοδοτημένος
- προικοδότης
- προικοδότηση
- προικοδότρια
- → δείτε τις λέξεις προίκα και δίνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προικοδοτώ | προικοδοτούσα | θα προικοδοτώ | να προικοδοτώ | προικοδοτώντας | |
| β' ενικ. | προικοδοτείς | προικοδοτούσες | θα προικοδοτείς | να προικοδοτείς | (προικοδότει) | |
| γ' ενικ. | προικοδοτεί | προικοδοτούσε | θα προικοδοτεί | να προικοδοτεί | ||
| α' πληθ. | προικοδοτούμε | προικοδοτούσαμε | θα προικοδοτούμε | να προικοδοτούμε | ||
| β' πληθ. | προικοδοτείτε | προικοδοτούσατε | θα προικοδοτείτε | να προικοδοτείτε | προικοδοτείτε | |
| γ' πληθ. | προικοδοτούν(ε) | προικοδοτούσαν(ε) | θα προικοδοτούν(ε) | να προικοδοτούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προικοδότησα | θα προικοδοτήσω | να προικοδοτήσω | προικοδοτήσει | ||
| β' ενικ. | προικοδότησες | θα προικοδοτήσεις | να προικοδοτήσεις | προικοδότησε | ||
| γ' ενικ. | προικοδότησε | θα προικοδοτήσει | να προικοδοτήσει | |||
| α' πληθ. | προικοδοτήσαμε | θα προικοδοτήσουμε | να προικοδοτήσουμε | |||
| β' πληθ. | προικοδοτήσατε | θα προικοδοτήσετε | να προικοδοτήσετε | προικοδοτήστε | ||
| γ' πληθ. | προικοδότησαν προικοδοτήσαν(ε) |
θα προικοδοτήσουν(ε) | να προικοδοτήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προικοδοτήσει | είχα προικοδοτήσει | θα έχω προικοδοτήσει | να έχω προικοδοτήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προικοδοτήσει | είχες προικοδοτήσει | θα έχεις προικοδοτήσει | να έχεις προικοδοτήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προικοδοτήσει | είχε προικοδοτήσει | θα έχει προικοδοτήσει | να έχει προικοδοτήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προικοδοτήσει | είχαμε προικοδοτήσει | θα έχουμε προικοδοτήσει | να έχουμε προικοδοτήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προικοδοτήσει | είχατε προικοδοτήσει | θα έχετε προικοδοτήσει | να έχετε προικοδοτήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προικοδοτήσει | είχαν προικοδοτήσει | θα έχουν προικοδοτήσει | να έχουν προικοδοτήσει |
| |
Μεταφράσεις
προικοδοτώ
|
- προικοδοτέω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- προικοδότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.