προικοδοτώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προικοδοτώ < μεσαιωνική ελληνική προικοδοτέω[1] / προικοδοτῶ < ελληνιστική κοινή προικοδότης[2] < αρχαία ελληνική προῖκα (< αιτιατική ενικού του προίξ) + δίδωμι

Ρήμα

προικοδοτώ (παθητική φωνή: προικοδοτούμαι)

  1. (κυριολεκτικά) παρέχω προίκα
  2. (μεταφορικά) δωρίζω κάτι, το παραχωρώ

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

  1. προικοδοτέω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. προικοδότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.