προίξ

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

προίξ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προίξ

Ουσιαστικό

προίξ θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προίξ αἱ προῖκες
      γενική τῆς προικός τῶν προικῶν
      δοτική τῇ προικῐ́ ταῖς προιξῐ́(ν)
    αιτιατική τὴν προῖκ τὰς προῖκᾰς
     κλητική ! προίξ προῖκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προῖκε
γεν-δοτ τοῖν  προικοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'φρίξ' όπως «φρίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προίξ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

προίξ, -κός θηλυκό

  1. (πριν τον Όμηρο) δώρο
  2. (μετά τον Όμηρο) προίκα

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.