προικοδοτούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προικοδοτούμαι | προικοδοτούμουν | θα προικοδοτούμαι | να προικοδοτούμαι | ||
| β' ενικ. | προικοδοτείσαι | προικοδοτούσουν | θα προικοδοτείσαι | να προικοδοτείσαι | ||
| γ' ενικ. | προικοδοτείται | προικοδοτούνταν | θα προικοδοτείται | να προικοδοτείται | ||
| α' πληθ. | προικοδοτούμαστε | προικοδοτούμασταν προικοδοτούμαστε |
θα προικοδοτούμαστε | να προικοδοτούμαστε | ||
| β' πληθ. | προικοδοτείστε | προικοδοτούσασταν προικοδοτούσαστε |
θα προικοδοτείστε | να προικοδοτείστε | προικοδοτείστε | |
| γ' πληθ. | προικοδοτούνται | προικοδοτούνταν | θα προικοδοτούνται | να προικοδοτούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προικοδοτήθηκα | θα προικοδοτηθώ | να προικοδοτηθώ | προικοδοτηθεί | ||
| β' ενικ. | προικοδοτήθηκες | θα προικοδοτηθείς | να προικοδοτηθείς | προικοδοτήσου | ||
| γ' ενικ. | προικοδοτήθηκε | θα προικοδοτηθεί | να προικοδοτηθεί | |||
| α' πληθ. | προικοδοτηθήκαμε | θα προικοδοτηθούμε | να προικοδοτηθούμε | |||
| β' πληθ. | προικοδοτηθήκατε | θα προικοδοτηθείτε | να προικοδοτηθείτε | προικοδοτηθείτε | ||
| γ' πληθ. | προικοδοτήθηκαν προικοδοτηθήκαν(ε) |
θα προικοδοτηθούν(ε) | να προικοδοτηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω προικοδοτηθεί | είχα προικοδοτηθεί | θα έχω προικοδοτηθεί | να έχω προικοδοτηθεί | προικοδοτημένος | |
| β' ενικ. | έχεις προικοδοτηθεί | είχες προικοδοτηθεί | θα έχεις προικοδοτηθεί | να έχεις προικοδοτηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προικοδοτηθεί | είχε προικοδοτηθεί | θα έχει προικοδοτηθεί | να έχει προικοδοτηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προικοδοτηθεί | είχαμε προικοδοτηθεί | θα έχουμε προικοδοτηθεί | να έχουμε προικοδοτηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προικοδοτηθεί | είχατε προικοδοτηθεί | θα έχετε προικοδοτηθεί | να έχετε προικοδοτηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προικοδοτηθεί | είχαν προικοδοτηθεί | θα έχουν προικοδοτηθεί | να έχουν προικοδοτηθεί | ||
Μεταφράσεις
προικοδοτούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.