προεξοφλώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προεξοφλώ < προ- + εξοφλώ

Ρήμα

προεξοφλώ (παθητική φωνή: προεξοφλούμαι)

  1. εξοφλώ κάτι προτού λήξει η προθεσμία του
  2. παίρνω το μισθό πριν τον προκαθορισμένο χρόνο του
  3. προδικάζω ή προκαταλαμβάνω, εκφέρω γνώμη για ένα πράγμα χωρίς να γνωρίζω την έκβαση αυτού

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.