προεξοφλώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
προεξοφλώ (παθητική φωνή: προεξοφλούμαι)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προεξοφλώ | προεξοφλούσα | θα προεξοφλώ | να προεξοφλώ | προεξοφλώντας | |
| β' ενικ. | προεξοφλείς | προεξοφλούσες | θα προεξοφλείς | να προεξοφλείς | ||
| γ' ενικ. | προεξοφλεί | προεξοφλούσε | θα προεξοφλεί | να προεξοφλεί | ||
| α' πληθ. | προεξοφλούμε | προεξοφλούσαμε | θα προεξοφλούμε | να προεξοφλούμε | ||
| β' πληθ. | προεξοφλείτε | προεξοφλούσατε | θα προεξοφλείτε | να προεξοφλείτε | προεξοφλείτε | |
| γ' πληθ. | προεξοφλούν(ε) | προεξοφλούσαν(ε) | θα προεξοφλούν(ε) | να προεξοφλούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προεξόφλησα | θα προεξοφλήσω | να προεξοφλήσω | προεξοφλήσει | ||
| β' ενικ. | προεξόφλησες | θα προεξοφλήσεις | να προεξοφλήσεις | προεξόφλησε | ||
| γ' ενικ. | προεξόφλησε | θα προεξοφλήσει | να προεξοφλήσει | |||
| α' πληθ. | προεξοφλήσαμε | θα προεξοφλήσουμε | να προεξοφλήσουμε | |||
| β' πληθ. | προεξοφλήσατε | θα προεξοφλήσετε | να προεξοφλήσετε | προεξοφλήστε | ||
| γ' πληθ. | προεξόφλησαν προεξοφλήσαν(ε) |
θα προεξοφλήσουν(ε) | να προεξοφλήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προεξοφλήσει | είχα προεξοφλήσει | θα έχω προεξοφλήσει | να έχω προεξοφλήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προεξοφλήσει | είχες προεξοφλήσει | θα έχεις προεξοφλήσει | να έχεις προεξοφλήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προεξοφλήσει | είχε προεξοφλήσει | θα έχει προεξοφλήσει | να έχει προεξοφλήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προεξοφλήσει | είχαμε προεξοφλήσει | θα έχουμε προεξοφλήσει | να έχουμε προεξοφλήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προεξοφλήσει | είχατε προεξοφλήσει | θα έχετε προεξοφλήσει | να έχετε προεξοφλήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προεξοφλήσει | είχαν προεξοφλήσει | θα έχουν προεξοφλήσει | να έχουν προεξοφλήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προεξοφλούμαι | προεξοφλούμουν | θα προεξοφλούμαι | να προεξοφλούμαι | προεξοφλούμενος | |
| β' ενικ. | προεξοφλείσαι | προεξοφλούσουν | θα προεξοφλείσαι | να προεξοφλείσαι | ||
| γ' ενικ. | προεξοφλείται | προεξοφλούνταν | θα προεξοφλείται | να προεξοφλείται | ||
| α' πληθ. | προεξοφλούμαστε | προεξοφλούμασταν προεξοφλούμαστε |
θα προεξοφλούμαστε | να προεξοφλούμαστε | ||
| β' πληθ. | προεξοφλείστε | προεξοφλούσασταν προεξοφλούσαστε |
θα προεξοφλείστε | να προεξοφλείστε | προεξοφλείστε | |
| γ' πληθ. | προεξοφλούνται | προεξοφλούνταν | θα προεξοφλούνται | να προεξοφλούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προεξοφλήθηκα | θα προεξοφληθώ | να προεξοφληθώ | προεξοφληθεί | ||
| β' ενικ. | προεξοφλήθηκες | θα προεξοφληθείς | να προεξοφληθείς | προεξοφλήσου | ||
| γ' ενικ. | προεξοφλήθηκε | θα προεξοφληθεί | να προεξοφληθεί | |||
| α' πληθ. | προεξοφληθήκαμε | θα προεξοφληθούμε | να προεξοφληθούμε | |||
| β' πληθ. | προεξοφληθήκατε | θα προεξοφληθείτε | να προεξοφληθείτε | προεξοφληθείτε | ||
| γ' πληθ. | προεξοφλήθηκαν προεξοφληθήκαν(ε) |
θα προεξοφληθούν(ε) | να προεξοφληθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω προεξοφληθεί | είχα προεξοφληθεί | θα έχω προεξοφληθεί | να έχω προεξοφληθεί | προεξοφλημένος | |
| β' ενικ. | έχεις προεξοφληθεί | είχες προεξοφληθεί | θα έχεις προεξοφληθεί | να έχεις προεξοφληθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προεξοφληθεί | είχε προεξοφληθεί | θα έχει προεξοφληθεί | να έχει προεξοφληθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προεξοφληθεί | είχαμε προεξοφληθεί | θα έχουμε προεξοφληθεί | να έχουμε προεξοφληθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προεξοφληθεί | είχατε προεξοφληθεί | θα έχετε προεξοφληθεί | να έχετε προεξοφληθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προεξοφληθεί | είχαν προεξοφληθεί | θα έχουν προεξοφληθεί | να έχουν προεξοφληθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι προεξοφλημένος - είμαστε, είστε, είναι προεξοφλημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν προεξοφλημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν προεξοφλημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι προεξοφλημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι προεξοφλημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι προεξοφλημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι προεξοφλημένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.