προεξοφλητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προεξοφλητικός | η | προεξοφλητική | το | προεξοφλητικό |
| γενική | του | προεξοφλητικού | της | προεξοφλητικής | του | προεξοφλητικού |
| αιτιατική | τον | προεξοφλητικό | την | προεξοφλητική | το | προεξοφλητικό |
| κλητική | προεξοφλητικέ | προεξοφλητική | προεξοφλητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προεξοφλητικοί | οι | προεξοφλητικές | τα | προεξοφλητικά |
| γενική | των | προεξοφλητικών | των | προεξοφλητικών | των | προεξοφλητικών |
| αιτιατική | τους | προεξοφλητικούς | τις | προεξοφλητικές | τα | προεξοφλητικά |
| κλητική | προεξοφλητικοί | προεξοφλητικές | προεξοφλητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πολυλεκτικοί όροι
- προεξοφλητικό επιτόκιο: (οικονομία) πρόκειται για το επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας φέρουσα του εκδοτικού προνομίου εκ του οποίου οι εμπορικές τράπεζες (όχι, όμως, οι χρηματιστηριακές/επενδυτικές) προσαρμόζουν ανάλογα τα δικά τους επιτόκια δανεισμού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.