προεξοφλητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προεξοφλητής οι προεξοφλητές
      γενική του προεξοφλητή των προεξοφλητών
    αιτιατική τον προεξοφλητή τους προεξοφλητές
     κλητική προεξοφλητή προεξοφλητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προεξοφλητής < προεξοφλώ + -τής

Ουσιαστικό

προεξοφλητής αρσενικό (θηλυκό: προεξοφλήτρια)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.