προεδρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προεδρία οι προεδρίες
      γενική της προεδρίας των προεδριών
    αιτιατική την προεδρία τις προεδρίες
     κλητική προεδρία προεδρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προεδρία < αρχαία ελληνική προεδρία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική présidence)

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.eˈðɾi.a/

Ουσιαστικό

προεδρία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του προέδρου
  2. το γραφείο και οι υπάλληλοι του προέδρου
  3. το χρονικό διάστημα που κάποιος είναι πρόεδρος

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

προεδρία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

προεδρία θηλυκό

  1. το προνόμιο που έχει κάποιος να κάθεται στα πρώτα καθίσματα, στις πρώτες έδρες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.