προεδρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προεδρία | οι | προεδρίες |
| γενική | της | προεδρίας | των | προεδριών |
| αιτιατική | την | προεδρία | τις | προεδρίες |
| κλητική | προεδρία | προεδρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προεδρία < αρχαία ελληνική προεδρία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική présidence)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.eˈðɾi.a/
Ουσιαστικό
προεδρία θηλυκό
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
προεδρία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
προεδρία θηλυκό
- το προνόμιο που έχει κάποιος να κάθεται στα πρώτα καθίσματα, στις πρώτες έδρες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.