προδομένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προδομένος | η | προδομένη | το | προδομένο |
| γενική | του | προδομένου | της | προδομένης | του | προδομένου |
| αιτιατική | τον | προδομένο | την | προδομένη | το | προδομένο |
| κλητική | προδομένε | προδομένη | προδομένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προδομένοι | οι | προδομένες | τα | προδομένα |
| γενική | των | προδομένων | των | προδομένων | των | προδομένων |
| αιτιατική | τους | προδομένους | τις | προδομένες | τα | προδομένα |
| κλητική | προδομένοι | προδομένες | προδομένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.