προγυμνασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προγυμνασμένος | η | προγυμνασμένη | το | προγυμνασμένο |
| γενική | του | προγυμνασμένου | της | προγυμνασμένης | του | προγυμνασμένου |
| αιτιατική | τον | προγυμνασμένο | την | προγυμνασμένη | το | προγυμνασμένο |
| κλητική | προγυμνασμένε | προγυμνασμένη | προγυμνασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προγυμνασμένοι | οι | προγυμνασμένες | τα | προγυμνασμένα |
| γενική | των | προγυμνασμένων | των | προγυμνασμένων | των | προγυμνασμένων |
| αιτιατική | τους | προγυμνασμένους | τις | προγυμνασμένες | τα | προγυμνασμένα |
| κλητική | προγυμνασμένοι | προγυμνασμένες | προγυμνασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
προγυμνασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.