προβοσκιδωτό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προβοσκιδωτό τα προβοσκιδωτά
      γενική του προβοσκιδωτού των προβοσκιδωτών
    αιτιατική το προβοσκιδωτό τα προβοσκιδωτά
     κλητική προβοσκιδωτό προβοσκιδωτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προβοσκιδωτό < προβοσκίδα + -ωτό < αρχαία ελληνική προβοσκίς < βόσκω (μεταφραστικό δάνειο από τη νεολατινική Proboscidea ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική proboscidiens ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική proboscidiens)

Ουσιαστικό

προβοσκιδωτό ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.