πραϋντικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πραϋντικός η πραϋντική το πραϋντικό
      γενική του πραϋντικού της πραϋντικής του πραϋντικού
    αιτιατική τον πραϋντικό την πραϋντική το πραϋντικό
     κλητική πραϋντικέ πραϋντική πραϋντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πραϋντικοί οι πραϋντικές τα πραϋντικά
      γενική των πραϋντικών των πραϋντικών των πραϋντικών
    αιτιατική τους πραϋντικούς τις πραϋντικές τα πραϋντικά
     κλητική πραϋντικοί πραϋντικές πραϋντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πραϋντικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πραϋντικός < πραΰν(ω) + -τικός

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾa.in.diˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πραϋντικός

Επίθετο

πραϋντικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πραϋντικός πραϋντική τὸ πραϋντικόν
      γενική τοῦ πραϋντικοῦ τῆς πραϋντικῆς τοῦ πραϋντικοῦ
      δοτική τῷ πραϋντικ τῇ πραϋντικ τῷ πραϋντικ
    αιτιατική τὸν πραϋντικόν τὴν πραϋντικήν τὸ πραϋντικόν
     κλητική ! πραϋντικέ πραϋντική πραϋντικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πραϋντικοί αἱ πραϋντικαί τὰ πραϋντικᾰ́
      γενική τῶν πραϋντικῶν τῶν πραϋντικῶν τῶν πραϋντικῶν
      δοτική τοῖς πραϋντικοῖς ταῖς πραϋντικαῖς τοῖς πραϋντικοῖς
    αιτιατική τοὺς πραϋντικούς τὰς πραϋντικᾱ́ς τὰ πραϋντικᾰ́
     κλητική ! πραϋντικοί πραϋντικαί πραϋντικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πραϋντικώ τὼ πραϋντικᾱ́ τὼ πραϋντικώ
      γεν-δοτ τοῖν πραϋντικοῖν τοῖν πραϋντικαῖν τοῖν πραϋντικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πραϋντικός < πραΰν(ω) + -τικός

Επίθετο

πραϋντικός, -ή, -όν

Συγγενικά

  • πραϋντής

 και δείτε τις λέξεις πραΰνω και πρᾶος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.