πουγκί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πουγκί | τα | πουγκιά |
| γενική | του | πουγκιού | των | πουγκιών |
| αιτιατική | το | πουγκί | τα | πουγκιά |
| κλητική | πουγκί | πουγκιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ένα πουγκί.
Ετυμολογία
- πουγκί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πουγγί, πουγγί(ο)ν < υποκοριστικό του όψιμου πούγγα (6ος αιώνας) < λατινική *punga < παλαιά άνω γερμανική *pokka[1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /puŋˈɟi/ & /puˈɟi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : που‐γκί
Ουσιαστικό
πουγκί ουδέτερο
Παράγωγα
- πουγκάκι
Αναφορές
- πουγκί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.