πουαντιλισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πουαντιλισμός οι πουαντιλισμοί
      γενική του πουαντιλισμού των πουαντιλισμών
    αιτιατική τον πουαντιλισμό τους πουαντιλισμούς
     κλητική πουαντιλισμέ πουαντιλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πουαντιλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pointillisme < pointiller < point < λατινική punctum < punctus < pungo
Έργο πουαντιλισμού του Ζωρζ Σερά

Προφορά

ΔΦΑ : /pu.a.di.liˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πουαντιλισμός

Ουσιαστικό

πουαντιλισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.