punctum
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- punctum < ουδέτερο του punctus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος pungo
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | punctum | puncta |
| γενική | punctī | punctōrum |
| δοτική | punctō | punctīs |
| αιτιατική | punctum | puncta |
| κλητική | punctum | puncta |
| αφαιρετική | punctō | punctīs |
Πηγές
- punctum - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.