πουαντιλιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πουαντιλιστής | οι | πουαντιλιστές |
| γενική | του | πουαντιλιστή | των | πουαντιλιστών |
| αιτιατική | τον | πουαντιλιστή | τους | πουαντιλιστές |
| κλητική | πουαντιλιστή | πουαντιλιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πουαντιλιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pointilliste < pointillisme < pointiller < point < λατινική punctum < punctus < pungo
Προφορά
- ΔΦΑ : /pu.a.di.liˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : που‐α‐ντι‐λι‐στής
Ουσιαστικό
πουαντιλιστής αρσενικό
- (ζωγραφική) ζωγράφος που χρησιμοποιεί την τεχνική του πουαντιλισμού
- πουαντιγιστής
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πουαντιλισμός και πουά
Μεταφράσεις
πουαντιλιστής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.