ποσότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ποσότης αἱ ποσότητες
      γενική τῆς ποσότητος τῶν ποσοτήτων
      δοτική τῇ ποσότητ ταῖς ποσότησ(ν)
    αιτιατική τὴν ποσότητ τὰς ποσότητᾰς
     κλητική ! ποσότης ποσότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποσότητε
γεν-δοτ τοῖν  ποσοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποσότης < πόσο(ς) + -της

Ουσιαστικό

ποσότης, -ητος θηλυκό

  1. ποσότητα
  2. (γραμματική) ποσότητα συλλαβών

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.