νεπτούνιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νεπτούνιο | τα | νεπτούνια |
| γενική | του | νεπτούνιου & νεπτουνίου |
των | νεπτούνιων & νεπτουνίων |
| αιτιατική | το | νεπτούνιο | τα | νεπτούνια |
| κλητική | νεπτούνιο | νεπτούνια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεπτούνιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική neptunium < λατινική Neptune (του ρωμαϊκού θεού, αντίστοιχου του Ποσειδώνα
Μεταφράσεις
νεπτούνιο
|
→ δείτε τη λέξη ποσειδώνιο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.