πορτρετίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πορτρετίστρια | οι | πορτρετίστριες |
| γενική | της | πορτρετίστριας | των | πορτρετιστριών |
| αιτιατική | την | πορτρετίστρια | τις | πορτρετίστριες |
| κλητική | πορτρετίστρια | πορτρετίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πορτρετίστρια < πορτρετίστας + κατάληξη θηλυκού -τρια < γαλλική portraitiste < portrait + -iste < λατινική protraho < pro- + traho
Ουσιαστικό
πορτρετίστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του πορτρετίστας
- ※ Η Μαίρη με τη βοήθεια και των δύο έγινε επαγγελματίας πορτρετίστρια. (www.tovima.gr, 24.11.2008)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
πορτρετίστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.