πορτρετίστας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πορτρετίστας | οι | πορτρετίστες |
| γενική | του | πορτρετίστα | των | πορτρετιστών |
| αιτιατική | τον | πορτρετίστα | τους | πορτρετίστες |
| κλητική | πορτρετίστα | πορτρετίστες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
πορτρετίστας αρσενικό (θηλυκό πορτρετίστρια)
- (επάγγελμα) κάποιος που ζωγραφίζει ή φωτογραφίζει (κυρίως) πορτρέτα
- πορτραιτίστας
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
πορτρετίστας
|
Πηγές
- πορτρετίστας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πορτρετίστας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πορτρετίστας - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.