πορτρετίστας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πορτρετίστας οι πορτρετίστες
      γενική του πορτρετίστα των πορτρετιστών
    αιτιατική τον πορτρετίστα τους πορτρετίστες
     κλητική πορτρετίστα πορτρετίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πορτρετίστας < γαλλική portraitiste < portrait +‎ -iste < λατινική protraho < pro- + traho

Ουσιαστικό

πορτρετίστας αρσενικό (θηλυκό πορτρετίστρια)

  • πορτραιτίστας

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.