πορισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πορισμένος | η | πορισμένη | το | πορισμένο |
| γενική | του | πορισμένου | της | πορισμένης | του | πορισμένου |
| αιτιατική | τον | πορισμένο | την | πορισμένη | το | πορισμένο |
| κλητική | πορισμένε | πορισμένη | πορισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πορισμένοι | οι | πορισμένες | τα | πορισμένα |
| γενική | των | πορισμένων | των | πορισμένων | των | πορισμένων |
| αιτιατική | τους | πορισμένους | τις | πορισμένες | τα | πορισμένα |
| κλητική | πορισμένοι | πορισμένες | πορισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πορισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πορίζω
Μεταφράσεις
πορισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.