πονταρισιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πονταρισιά οι πονταρισιές
      γενική της πονταρισιάς των πονταρισιών
    αιτιατική την πονταρισιά τις πονταρισιές
     κλητική πονταρισιά πονταρισιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πονταρισιά < ποντάρω + -ιά

Προφορά

ΔΦΑ : /pon.da.riˈsça/[1]
τυπογραφικός συλλαβισμός: ποντάρισμα

Ουσιαστικό

πονταρισιά θηλυκό

  • (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ποντάρισμα
    1. σημάδι που δημιουργείται με τη χρήση πόντας
    2. σημάδεμα με τη χρήση πόντας
    3. (σπάνιο) τοποθέτηση χρημάτων σε στοίχημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.