σημάδεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σημάδεμα τα σημαδέματα
      γενική του σημαδέματος των σημαδεμάτων
    αιτιατική το σημάδεμα τα σημαδέματα
     κλητική σημάδεμα σημαδέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σημάδεμα < σημαδεύω + -μα

Ουσιαστικό

σημάδεμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.