ποντάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποντάρισμα τα πονταρίσματα
      γενική του πονταρίσματος των πονταρισμάτων
    αιτιατική το ποντάρισμα τα πονταρίσματα
     κλητική ποντάρισμα πονταρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποντάρισμα < ποντάρω + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /ponˈda.ri.zma/[1]
τυπογραφικός συλλαβισμός: ποντάρισμα

Ουσιαστικό

ποντάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.