ποντιφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποντιφικός η ποντιφική το ποντιφικό
      γενική του ποντιφικού της ποντιφικής του ποντιφικού
    αιτιατική τον ποντιφικό την ποντιφική το ποντιφικό
     κλητική ποντιφικέ ποντιφική ποντιφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποντιφικοί οι ποντιφικές τα ποντιφικά
      γενική των ποντιφικών των ποντιφικών των ποντιφικών
    αιτιατική τους ποντιφικούς τις ποντιφικές τα ποντιφικά
     κλητική ποντιφικοί ποντιφικές ποντιφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ποντιφικός < ποντίφικας + -ικός

Επίθετο

ποντιφικός, -η, -ο

  • που έχει σχέση με τον ποντίφικα ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.