ποντίφιξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ποντίφιξ οἱ ποντίφικες
      γενική τοῦ ποντίφικος τῶν ποντιφίκων
      δοτική τῷ ποντίφικ τοῖς ποντίφιξ(ν)
    αιτιατική τὸν ποντίφικ τοὺς ποντίφικᾰς
     κλητική ! ποντίφιξ ποντίφικες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποντίφικε
γεν-δοτ τοῖν  ποντιφίκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποντίφιξ < ποντίφεξ, με κατάληξη -ηξ < (λόγιο δάνειο) λατινική pontifex

Ουσιαστικό

ποντίφιξ, -ικος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.