πολύπραγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολύπραγος | η | πολύπραγη | το | πολύπραγο |
| γενική | του | πολύπραγου | της | πολύπραγης | του | πολύπραγου |
| αιτιατική | τον | πολύπραγο | την | πολύπραγη | το | πολύπραγο |
| κλητική | πολύπραγε | πολύπραγη | πολύπραγο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολύπραγοι | οι | πολύπραγες | τα | πολύπραγα |
| γενική | των | πολύπραγων | των | πολύπραγων | των | πολύπραγων |
| αιτιατική | τους | πολύπραγους | τις | πολύπραγες | τα | πολύπραγα |
| κλητική | πολύπραγοι | πολύπραγες | πολύπραγα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πολύπραγος, -η, -ο
- που ασχολείται με πολλά πράγματα / θέματα, ο πολυπράγμονας
- που επινοεί πολλά πράγματα, ο πολυμήχανος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πολύπραγος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.