πολωτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πολωτής | οι | πολωτές |
| γενική | του | πολωτή | των | πολωτών |
| αιτιατική | τον | πολωτή | τους | πολωτές |
| κλητική | πολωτή | πολωτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πολωτής αρσενικό
Μεταφράσεις
πολωτής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.