πολωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολωτής οι πολωτές
      γενική του πολωτή των πολωτών
    αιτιατική τον πολωτή τους πολωτές
     κλητική πολωτή πολωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολωτής < πολώνω + -τής

Ουσιαστικό

πολωτής αρσενικό

  1. (λόγιο, σπάνιο) κάποιος που συμβάλλει στην πόλωση
  2. (φυσική) κατασκευή ή διάταξη που συμβάλλει στην πόλωση ή τη λήψη πολωμένου φωτός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.