πολωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολωμένος | η | πολωμένη | το | πολωμένο |
| γενική | του | πολωμένου | της | πολωμένης | του | πολωμένου |
| αιτιατική | τον | πολωμένο | την | πολωμένη | το | πολωμένο |
| κλητική | πολωμένε | πολωμένη | πολωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολωμένοι | οι | πολωμένες | τα | πολωμένα |
| γενική | των | πολωμένων | των | πολωμένων | των | πολωμένων |
| αιτιατική | τους | πολωμένους | τις | πολωμένες | τα | πολωμένα |
| κλητική | πολωμένοι | πολωμένες | πολωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πολώνω
Μεταφράσεις
πολωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.