πολφῖτις

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πολφῖτις αἱ πολφίτιδες
      γενική τῆς πολφίτιδος τῶν πολφιτίδων
      δοτική τῇ πολφίτιδι ταῖς πολφίτισι(ν)
    αιτιατική τὴν πολφῖτιν τὰς πολφίτιδᾰς
     κλητική ! πολφῖτι πολφίτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

πολφῖτις, -ιδος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.