πολυφίλητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυφίλητος | η | πολυφίλητη | το | πολυφίλητο |
| γενική | του | πολυφίλητου | της | πολυφίλητης | του | πολυφίλητου |
| αιτιατική | τον | πολυφίλητο | την | πολυφίλητη | το | πολυφίλητο |
| κλητική | πολυφίλητε | πολυφίλητη | πολυφίλητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυφίλητοι | οι | πολυφίλητες | τα | πολυφίλητα |
| γενική | των | πολυφίλητων | των | πολυφίλητων | των | πολυφίλητων |
| αιτιατική | τους | πολυφίλητους | τις | πολυφίλητες | τα | πολυφίλητα |
| κλητική | πολυφίλητοι | πολυφίλητες | πολυφίλητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυφίλητος < ελληνιστική κοινή πολυφίλητος[1] [2] < αρχαία ελληνική πολύς + φιλητός < φιλέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.liˈfi.li.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐φί‐λη‐τος
Επίθετο
πολυφίλητος, -η, -ο
Μεταφράσεις
πολυφίλητος
- πολυφίλητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- πολυφίλητος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.