πολυπληθέστατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυπληθέστατος | η | πολυπληθέστατη | το | πολυπληθέστατο |
| γενική | του | πολυπληθέστατου | της | πολυπληθέστατης | του | πολυπληθέστατου |
| αιτιατική | τον | πολυπληθέστατο | την | πολυπληθέστατη | το | πολυπληθέστατο |
| κλητική | πολυπληθέστατε | πολυπληθέστατη | πολυπληθέστατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυπληθέστατοι | οι | πολυπληθέστατες | τα | πολυπληθέστατα |
| γενική | των | πολυπληθέστατων | των | πολυπληθέστατων | των | πολυπληθέστατων |
| αιτιατική | τους | πολυπληθέστατους | τις | πολυπληθέστατες | τα | πολυπληθέστατα |
| κλητική | πολυπληθέστατοι | πολυπληθέστατες | πολυπληθέστατα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυπληθέστατος < πολυπληθ(ής) + -έστατος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πολυπληθέστατος | ἡ | πολυπληθεστάτη | τὸ | πολυπληθέστατον |
| γενική | τοῦ | πολυπληθεστάτου | τῆς | πολυπληθεστάτης | τοῦ | πολυπληθεστάτου |
| δοτική | τῷ | πολυπληθεστάτῳ | τῇ | πολυπληθεστάτῃ | τῷ | πολυπληθεστάτῳ |
| αιτιατική | τὸν | πολυπληθέστατον | τὴν | πολυπληθεστάτην | τὸ | πολυπληθέστατον |
| κλητική ὦ! | πολυπληθέστατε | πολυπληθεστάτη | πολυπληθέστατον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | πολυπληθέστατοι | αἱ | πολυπληθέσταται | τὰ | πολυπληθέστατᾰ |
| γενική | τῶν | πολυπληθεστάτων | τῶν | πολυπληθεστάτων | τῶν | πολυπληθεστάτων |
| δοτική | τοῖς | πολυπληθεστάτοις | ταῖς | πολυπληθεστάταις | τοῖς | πολυπληθεστάτοις |
| αιτιατική | τοὺς | πολυπληθεστάτους | τὰς | πολυπληθεστάτᾱς | τὰ | πολυπληθέστατᾰ |
| κλητική ὦ! | πολυπληθέστατοι | πολυπληθέσταται | πολυπληθέστατᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυπληθεστάτω | τὼ | πολυπληθεστάτᾱ | τὼ | πολυπληθεστάτω |
| γεν-δοτ | τοῖν | πολυπληθεστάτοιν | τοῖν | πολυπληθεστάταιν | τοῖν | πολυπληθεστάτοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυπληθέστατος < πολυπληθ(ής) + -έστατος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.