πολυμορφοπύρηνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυμορφοπύρηνος η πολυμορφοπύρηνη το πολυμορφοπύρηνο
      γενική του πολυμορφοπύρηνου της πολυμορφοπύρηνης του πολυμορφοπύρηνου
    αιτιατική τον πολυμορφοπύρηνο την πολυμορφοπύρηνη το πολυμορφοπύρηνο
     κλητική πολυμορφοπύρηνε πολυμορφοπύρηνη πολυμορφοπύρηνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυμορφοπύρηνοι οι πολυμορφοπύρηνες τα πολυμορφοπύρηνα
      γενική των πολυμορφοπύρηνων των πολυμορφοπύρηνων των πολυμορφοπύρηνων
    αιτιατική τους πολυμορφοπύρηνους τις πολυμορφοπύρηνες τα πολυμορφοπύρηνα
     κλητική πολυμορφοπύρηνοι πολυμορφοπύρηνες πολυμορφοπύρηνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολυμορφοπύρηνος < πολυ- + μορφή + -ο- + πυρήνας + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική polymorphonuclear)

Επίθετο

πολυμορφοπύρηνος, -η, -ο

  1. (βιολογία) που αφορά λευκό αιμοσφαίριο με πολλούς πυρήνες, που είναι σημαντικό για την αντιμετώπιση των λοιμώξεων και την αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πολυμορφοπύρηνο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.