λευκό αιμοσφαίριο
Νέα ελληνικά (el)

Εικόνα φυσιολογικά κυκλοφορούντος ανθρώπινου αίματος από ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης. Στην φωτογραφία είναι εμφανή τα ακανόνιστου σχήματος λευκοκύτταρα και πολλά μικρά δισκοειδή αιμοπετάλια
Ετυμολογία
- λευκό αιμοσφαίριο < λευκό + αιμοσφαίριο ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική leucocyte)
Πολυλεκτικός όρος
λευκό αιμοσφαίριο
- (ιατρική, αιματολογία) κύτταρο του αίματος επιφορτισμένο με το ρόλο της άμυνα+/ς του οργανισμού έναντι σε λοιμώξεις
Συνώνυμα
-
White blood cell στην αγγλική Βικιπαίδεια

-
Λευκό αιμοσφαίριο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.