πολυκριτηριακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυκριτηριακός η πολυκριτηριακή το πολυκριτηριακό
      γενική του πολυκριτηριακού της πολυκριτηριακής του πολυκριτηριακού
    αιτιατική τον πολυκριτηριακό την πολυκριτηριακή το πολυκριτηριακό
     κλητική πολυκριτηριακέ πολυκριτηριακή πολυκριτηριακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυκριτηριακοί οι πολυκριτηριακές τα πολυκριτηριακά
      γενική των πολυκριτηριακών των πολυκριτηριακών των πολυκριτηριακών
    αιτιατική τους πολυκριτηριακούς τις πολυκριτηριακές τα πολυκριτηριακά
     κλητική πολυκριτηριακοί πολυκριτηριακές πολυκριτηριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολυκριτηριακός < πολυ- + κριτηριακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multiobjective)

Επίθετο

πολυκριτηριακός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.