κριτηριακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κριτηριακός | η | κριτηριακή | το | κριτηριακό |
| γενική | του | κριτηριακού | της | κριτηριακής | του | κριτηριακού |
| αιτιατική | τον | κριτηριακό | την | κριτηριακή | το | κριτηριακό |
| κλητική | κριτηριακέ | κριτηριακή | κριτηριακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κριτηριακοί | οι | κριτηριακές | τα | κριτηριακά |
| γενική | των | κριτηριακών | των | κριτηριακών | των | κριτηριακών |
| αιτιατική | τους | κριτηριακούς | τις | κριτηριακές | τα | κριτηριακά |
| κλητική | κριτηριακοί | κριτηριακές | κριτηριακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- πολυκριτηριακός
- → δείτε τις λέξεις κριτήριο και κρίνω
Μεταφράσεις
κριτηριακός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.