πολυκαιρίτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυκαιρίτικος η πολυκαιρίτικη το πολυκαιρίτικο
      γενική του πολυκαιρίτικου της πολυκαιρίτικης του πολυκαιρίτικου
    αιτιατική τον πολυκαιρίτικο την πολυκαιρίτικη το πολυκαιρίτικο
     κλητική πολυκαιρίτικε πολυκαιρίτικη πολυκαιρίτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυκαιρίτικοι οι πολυκαιρίτικες τα πολυκαιρίτικα
      γενική των πολυκαιρίτικων των πολυκαιρίτικων των πολυκαιρίτικων
    αιτιατική τους πολυκαιρίτικους τις πολυκαιρίτικες τα πολυκαιρίτικα
     κλητική πολυκαιρίτικοι πολυκαιρίτικες πολυκαιρίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολυκαιρίτικος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

πολυκαιρίτικος, -η, -ο

  1. που έχει διαρκέσει πολύ
     συνώνυμα: πολυκαιρινός
  2. που έχει παλιώσει
     συνώνυμα: μπαγιάτικος, παλιωμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.