πολυκαιρινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυκαιρινός η πολυκαιρινή το πολυκαιρινό
      γενική του πολυκαιρινού της πολυκαιρινής του πολυκαιρινού
    αιτιατική τον πολυκαιρινό την πολυκαιρινή το πολυκαιρινό
     κλητική πολυκαιρινέ πολυκαιρινή πολυκαιρινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυκαιρινοί οι πολυκαιρινές τα πολυκαιρινά
      γενική των πολυκαιρινών των πολυκαιρινών των πολυκαιρινών
    αιτιατική τους πολυκαιρινούς τις πολυκαιρινές τα πολυκαιρινά
     κλητική πολυκαιρινοί πολυκαιρινές πολυκαιρινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολυκαιρινός < πολύς + καιρός + -ινός

Επίθετο

πολυκαιρινός, -ή, -ό

  1. που έχει μεγάλη διάρκεια
    Kάτω από τ’ ασπρόμαλλα εκείνα μέτωπα, που εταπείνωσεν ο πολυκαιρινός εξευτελισμός· (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος)
  2. παλιός, φθαρμένος


Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.