παλιωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλιωμένος η παλιωμένη το παλιωμένο
      γενική του παλιωμένου της παλιωμένης του παλιωμένου
    αιτιατική τον παλιωμένο την παλιωμένη το παλιωμένο
     κλητική παλιωμένε παλιωμένη παλιωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλιωμένοι οι παλιωμένες τα παλιωμένα
      γενική των παλιωμένων των παλιωμένων των παλιωμένων
    αιτιατική τους παλιωμένους τις παλιωμένες τα παλιωμένα
     κλητική παλιωμένοι παλιωμένες παλιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παλιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παλιώνω

Μετοχή

παλιωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.