πολυκέλαδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυκέλαδος η πολυκέλαδη το πολυκέλαδο
      γενική του πολυκέλαδου της πολυκέλαδης του πολυκέλαδου
    αιτιατική τον πολυκέλαδο την πολυκέλαδη το πολυκέλαδο
     κλητική πολυκέλαδε πολυκέλαδη πολυκέλαδο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυκέλαδοι οι πολυκέλαδες τα πολυκέλαδα
      γενική των πολυκέλαδων των πολυκέλαδων των πολυκέλαδων
    αιτιατική τους πολυκέλαδους τις πολυκέλαδες τα πολυκέλαδα
     κλητική πολυκέλαδοι πολυκέλαδες πολυκέλαδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολυκέλαδος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

πολυκέλαδος, -η, -ο

  1. που κελαηδά πολύ
  2. (μεταφορικά) που μιλά ακατάπαυστα
     συνώνυμα: πολυλογάς, φλύαρος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.