πολυεκατομμυριούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πολυεκατομμυριούχος οι πολυεκατομμυριούχοι
      γενική του/της πολυεκατομμυριούχου των πολυεκατομμυριούχων
    αιτιατική τον/την πολυεκατομμυριούχο τους/τις πολυεκατομμυριούχους
     κλητική πολυεκατομμυριούχε πολυεκατομμυριούχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολυεκατομμυριούχος < πολυ- + εκατομμυριούχος

Ουσιαστικό

πολυεκατομμυριούχος αρσενικό, (θηλ. πολυεκατομμυριούχος, πολυεκατομμυριούχα)

  1. κάτοχος περιουσίας πολλών εκατομμυριών
  2. (μεταφορικά) εξαιρετικά πλούσιος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.