πολυδιαβασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυδιαβασμένος | η | πολυδιαβασμένη | το | πολυδιαβασμένο |
| γενική | του | πολυδιαβασμένου | της | πολυδιαβασμένης | του | πολυδιαβασμένου |
| αιτιατική | τον | πολυδιαβασμένο | την | πολυδιαβασμένη | το | πολυδιαβασμένο |
| κλητική | πολυδιαβασμένε | πολυδιαβασμένη | πολυδιαβασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυδιαβασμένοι | οι | πολυδιαβασμένες | τα | πολυδιαβασμένα |
| γενική | των | πολυδιαβασμένων | των | πολυδιαβασμένων | των | πολυδιαβασμένων |
| αιτιατική | τους | πολυδιαβασμένους | τις | πολυδιαβασμένες | τα | πολυδιαβασμένα |
| κλητική | πολυδιαβασμένοι | πολυδιαβασμένες | πολυδιαβασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυδιαβασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πολυδιαβάζω. Αναλύεται σε πολυ- + διαβασμένος
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.li.ðʝa.vaˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐δια‐βα‐σμέ‐νος
Μετοχή
πολυδιαβασμένος
- που έχει διαβαστεί πολλές φορές, που έχει πολυδιαβαστεί
- είνα ένα ευπώλητο, πολυδιαβασμένο βιβλίο, που δεν πρέπει να λείπει απ' τη βιβλιοθήκη μας!
Συνώνυμα
- χιλιοδιαβασμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.