πολυβασανισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυβασανισμένος η πολυβασανισμένη το πολυβασανισμένο
      γενική του πολυβασανισμένου της πολυβασανισμένης του πολυβασανισμένου
    αιτιατική τον πολυβασανισμένο την πολυβασανισμένη το πολυβασανισμένο
     κλητική πολυβασανισμένε πολυβασανισμένη πολυβασανισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυβασανισμένοι οι πολυβασανισμένες τα πολυβασανισμένα
      γενική των πολυβασανισμένων των πολυβασανισμένων των πολυβασανισμένων
    αιτιατική τους πολυβασανισμένους τις πολυβασανισμένες τα πολυβασανισμένα
     κλητική πολυβασανισμένοι πολυβασανισμένες πολυβασανισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολυβασανισμένος < πολυ- + βασανισμένος

Μετοχή

πολυβασανισμένος, -η, -ο


Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.