ποικίλτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ποικίλτρια | οι | ποικίλτριες |
| γενική | της | ποικίλτριας | των | ποικιλτριών |
| αιτιατική | την | ποικίλτρια | τις | ποικίλτριες |
| κλητική | ποικίλτρια | ποικίλτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ποικίλτρια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ποικίλτρια < ποικιλ(τής) + -τρια, < ποικίλλω > ποικίλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /piˈcil.tɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ποι‐κιλ‐τής
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ποικίλος
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κεντητής
ποικίλτρια
|
Πηγές
- ποικίλτρια - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ποικίλτριᾰ | αἱ | ποικίλτριαι |
| γενική | τῆς | ποικιλτρίᾱς | τῶν | ποικιλτριῶν |
| δοτική | τῇ | ποικιλτρίᾳ | ταῖς | ποικιλτρίαις |
| αιτιατική | τὴν | ποικίλτριᾰν | τὰς | ποικιλτρίᾱς |
| κλητική ὦ! | ποικίλτριᾰ | ποικίλτριαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποικιλτρίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ποικιλτρίαιν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ποικίλτρια (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ποικιλ(τής) + -τρια < ποικίλ(λω) + -τής
Ουσιαστικό
ποικίλτρια θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή , υφάσματα) θηλυκό του ποικιλτής, η ποικίλτρια όπως και στα νέα ελληνικά, η κεντήτρα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ποικίλος
Πηγές
- ποικίλτρια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.