ποζολανικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποζολανικός η ποζολανική το ποζολανικό
      γενική του ποζολανικού της ποζολανικής του ποζολανικού
    αιτιατική τον ποζολανικό την ποζολανική το ποζολανικό
     κλητική ποζολανικέ ποζολανική ποζολανικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποζολανικοί οι ποζολανικές τα ποζολανικά
      γενική των ποζολανικών των ποζολανικών των ποζολανικών
    αιτιατική τους ποζολανικούς τις ποζολανικές τα ποζολανικά
     κλητική ποζολανικοί ποζολανικές ποζολανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ποζολανικός < απόδοση αγγλικής pozzolanic ή ιταλικής pozzolana < ποζολάν(η) + -ικός. Δείτε και σημειώσεις

Προφορά

ΔΦΑ : /po.zo.la.niˈkos/

Επίθετο

ποζολανικός, -ή, -ό

Σημειώσεις

  • Απαντάται και η γραφή ποζζολανικός εξαιτίας της ετυμολογικής σχέσης με την ιταλική πόλη της Καμπανίας, Pozzuoli ("Ποτσουόλι"), (αρχαία ελληνική Ποτίολοι)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.