ποζολάνη

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ποζολάνη στη φύση

Ετυμολογία

ποζολάνη < (άμεσο δάνειο) ιταλική pozzolan(a) + < Pozzuoli (Ποτσουόλι), μια πόλη κοντά στη Νάπολη

Ουσιαστικό

ποζολάνη θηλυκό

  • (γεωλογία) ανόργανο υλικό από στάχτες ηφαιστείων, με ιδιότητες παραπλήσιες με αυτές του τσιμέντου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.