πνευμονο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πνευμονο- < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) νεολατινική pneumono-, pneumon- < αρχαία ελληνική πνεύμων[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pev.mo.no/
Πρόθημα
πνευμονο-
- (ιατρική) πρώτο συνθετικό που εκφράζει ότι παρατηρείται στους πνεύμονες εκείνο που εκφράζεται στο δεύτερο συνθετικό
- πνευμονοπλευρίτιδα
- πνευμονόκοκκος
- πνευμονεκτομή
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πνευμονο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πνευμονό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πνευμον- στο Βικιλεξικό
Συγγενικά
- πνευματο-
Μεταφράσεις
Αναφορές
- πνευμονο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.