πλησιόχωρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλησιόχωρος η πλησιόχωρη το πλησιόχωρο
      γενική του πλησιόχωρου της πλησιόχωρης του πλησιόχωρου
    αιτιατική τον πλησιόχωρο την πλησιόχωρη το πλησιόχωρο
     κλητική πλησιόχωρε πλησιόχωρη πλησιόχωρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλησιόχωροι οι πλησιόχωρες τα πλησιόχωρα
      γενική των πλησιόχωρων των πλησιόχωρων των πλησιόχωρων
    αιτιατική τους πλησιόχωρους τις πλησιόχωρες τα πλησιόχωρα
     κλητική πλησιόχωροι πλησιόχωρες πλησιόχωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλησιόχωρος < αρχαία ελληνική πλησιόχωρος < πλησίον + χῶρος

Επίθετο

πλησιόχωρος, -η, -ο

Πηγές

  • πλησιόχωρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • πλησιόχωρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.